λιμαδόρος

λιμαδόρος
-α, -ικο
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. το αρσ. ως ουσ. αυτός που εργάζεται με τη λίμα και λειαίνει επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμα (Ι) + κατάλ. –δόρος (< ιταλ. κατάλ. -dore), πρβλ. σουλατσα-δόρος, τρακα-δόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμαδόρος — ο (λ. ιταλ.), φλύαρος, πολυλογάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”